''Για την κυρία Ελένη του Παγκράτιου'' ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
- workinncyprus
- Aug 1
- 2 min read
Η γυναίκα μπροστά από μένα στην ουρά για το ταμείο, γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένη για κάποια δευτερόλεπτα. Ύστερα χαμογέλασε κάπως αβέβαια και μου είπε το όνομά μου, σε κάτι μεταξύ δήλωσης κι ερώτησης. Της απάντησα καταφατικά και ένιωσα από τον τρόπο που πρόφερε το όνομά μου ότι ήμουν γι’ αυτήν κάτι περισσότερο από «αυτόν που γράφει στην εφημερίδα». Κάτι που έρχεται από μακριά και που είναι έτσι, πιο κοντινό και πιο οικείο από πέντε αράδες λέξεων και μια μικρή φωτογραφία. Έλαμψε το πρόσωπό της το σπαρμένο με μικρές κάθετες χαρακιές και ό,τι σε αυτήν ήταν κοντινό και οικείο, έγινε αμέσως κάτι πιο δυνατό - έγινε μητρικό. Μου είπε πως είναι η Ελένη του Παγκράτιου, η μάνα του φίλου μου του Γιώργου και του Μάριου και της Λευκής. Είχα να την δω τριανταπέντε χρόνια κι ας ζούμε μετά την προσφυγιά στην ίδια πόλη και σε κοντινές συνοικίες της Λευκωσίας. Η κυρία Ελένη με ρώτησε πώς πάει η μάνα μου και της είπα πέθανε πριν λίγα χρόνια και η σκέψη της μάνας μου κατέκλυσε το μυαλό μου - είχα την οδυνηρή εντύπωση ότι ούτε αυτήν την είδα τόσα χρόνια παρά το ότι όσο ζούσε, είχαμε καθημερινή επαφή. Μου είπε αναστενάζοντας και με σπασμένη φωνή ότι πέθανε πρόσφατα και ο άντρας της ο Παγκράτιος και παρά το ότι οι υπάλληλοι στα ταμεία, οι διευθυντές στα γυάλινα γραφεία τους, οι πελάτες και οι επισκέπτες που μπαινόβγαιναν ήταν ευγενικοί και μιλούσαν χαμηλόφωνα, ο χώρος της τράπεζας μού φάνηκε άπρεπα σκληρός για τη μαλακή κι ευάλωτη χώρα της μνήμης και της νοσταλγίας όπου η κυρία Ελένη με ταξίδευε. Καθώς προχωρούσαμε με τους μπροστινούς μας να λιγοστεύουν, η κυρία Ελένη μου μίλησε για το πόσο βασανίστηκε από τον καρκίνο ο Παγκράτιος τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του κι ένιωσα την επιθυμία να κάνω κάτι γι’ αυτόν, αλλά τι μπορεί να κάνει κανείς για έναν άντρα που έχει φύγει αμετάκλητα, όσο ξεχωριστός κι αν ήταν, όσο τουλάχιστον ξεχωριστός ήταν ο Παγκράτιος; Συνήθως ανακαλύπτουμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι για τους άλλους, όταν αυτοί πεθάνουν και μετά, κι αυτή είναι μια ανάγκη που μένει πάντα ανικανοποίητη, έτσι δεν είναι; Η κυρία Ελένη μου είπε για πολλούς από την Κάτω Δερύνεια που έχουν πεθάνει στο μεταξύ, ο τάδε και ο τάδε και ο τάδε, ονόματα που δεν σημαίνουν πια τίποτε για μένα, ανθρώπους που γνώρισα στα δέκα και στα δεκαπέντε μου και που έχω ξεχάσει από τότε, άντρες και γυναίκες της γενιάς των γονιών μου που σκορπίστηκαν στη Λεμεσό και στη Λάρνακα και στα Κοκκινοχώρια αφού απορρόφησαν όλους τους κραδασμούς της καταστροφής - λες και αποφάσισαν ομαδικά ότι η καταστροφή ήταν πολύ μεγάλη για να συνεχίσουν να την αντέχουν. Η κυρία Ελένη έφτασε στην κορυφή της ουράς και ήταν η επόμενη για εξυπηρέτηση, αλλά συνέχισε να μου μιλά σχεδόν ψιθυριστά για την Κάτω Δερύνεια και τους νεκρούς της, περιγράφοντας ουσιαστικά μέσα σε αυτό το άψογο και διακριτικό τραπεζικό περιβάλλον, τον αιματηρό αποδεκατισμό ενός πληθυσμού που υπήρξε κάποτε ολόκληρος ο παιδικός μου κόσμος. Με κομμένα γόνατα και μιαν αίσθηση ορφάνιας έφτασα στο γκισέ, όταν με κάλεσε κεφάτα και χαρωπά ο ανυποψίαστος νεαρός ταμίας. Και γιατί να μη με καλέσει κεφάτα και χαρωπά; Για το καλό τους οι ταμίες διαχειρίζονται αυτά που έχουμε κι όχι αυτά που μας λείπουν.
ΑΠΡΙΛΗΣ 2010



