Λοϊζος Χρίστου – Χριστούθκια (Πέπης) Του Αντρέα και της Ελένης
- workinncyprus
- Aug 12
- 4 min read

14 Αυγούστου 1974. Μέσα σε κόλαση από φωτιές, μέσα στην καπνιά , τα συντρίμμια και τη φρίκη, ο Πέπης, για δεύτερη φορά, εκεί στο Λιμάνι της Αμμοχώστου, στέκει ολόρθος και πολεμά ηρωϊκά, αγνοώντας τα τραύματα που κουβαλά από την πρώτη εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974.
Δεν ήταν 300, μα ήσαν όλοι τους Λεωνίδες. Οι τελευταίοι που είχαν απομείνει στην Αμμόχωστο, οι 32 έφεδροι στο Δασάκι των Δικαστηρίων, και η Ομάδα Εφέδρων του 201 Τ.Π, που είχαν εγκαταλειφθεί προδομένοι από την δική τους ηγεσία, στα προκεχωρημένα φυλάκια του Νέου Λιμανιού της Αμμοχώστου, χωρίς πυρομαχικά, χωρίς ενίσχυση, χωρίς καθοδήγηση. Κι απέναντι ένας στρατός να σαρώνει την περιοχή με πυρά βαρέων όπλων.
Εκεί μάχεται μέχρις εσχάτων ο Πέπης. Κι από δίπλα του ο παιδικός φίλος και συγχωριανός μας Ηλίας Σιδερένος που έγινε και ο αυτόπτης μάρτυρας της τραγωδίας που αργότερα διηγήθηκε: Βρισκόμουν με τον Πέπη, κι έναν άλλο στρατιώτη μέσα σε ένα πολυβολείο με δυο παραθυράκια που έβλεπαν προς την παλιά πόλη. Στο ένα παραθυράκι είχαμε στερεωμένο ένα παλαιού τύπου πολυβόλο «Βίκερ» και όλο το πρωί κτυπούσαμε τον εχθρό που ήταν οχυρωμένος στα τείχη της Μεσαιωνικής πόλης. Γύρω στη μια μετά το μεσημέρι η Εθνική Φρουρά άρχισε να κτυπά τους Τούρκους με όλμους, που έπεφταν πάνω στα τείχη και δημιουργούσαν ένα πανδαιμόνιο. Ο Λοίζος στεκόταν δίπλα μου κι ενώ παρακολουθούσαμε την κατάσταση από τα δυο παραθυράκια. Ξαφνικά αντιλήφθηκα, πως ο Πέπης ήταν σιωπηλός για πολλή ώρα και γύρισα να δώ τί κάνει. Τον είδα γερμένο. Τον πήρα αμέσως στην αγκαλιά μου. Το πρόσωπο του ήταν ματωμένο από τραύμα στο μέτωπο. Ανέπνεε, αλλά δε μιλούσε. Με τη βοήθεια του συντρόφου μου, του έδεσα το τραύμα με γάζα, τον φορτώθηκα στους ώμους μου και με πολλή προσοχή μετακινήθηκα στα μετόπισθεν. Με το αυτοκίνητο ενός εφέδρου τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο του Βαρωσιού, που μεταστεγαστεί στο ξενοδοχείο «Μάρκος» στην περιοχή των πολυκατοικιών. Τον παρέδωσα στα χέρια των γιατρών και περίμενα. Δέκα λεπτά αργότερα, βγήκε από το χειρουργείο μια νοσοκόμα και μου είπε με συντριβή: Ο φίλος σου πέθανε. Δεν μπορώ να σας πω πώς ένιωσα εκείνη τη στιγμή – ήταν κάτι απίστευτο για μένα.
Την πρώτη μέρα της επιστράτευσής του, ο Πέπης φόρεσε τη στολή με περηφάνεια, όπως μας διηγείται η αδελφή του Καίτη, Στην πρώτη εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974, στάθηκε στην πρώτη γραμμή. Λοχίας. Εκεί μέσα στους καπνούς και τις οβίδες είδε συμπολεμιστή του να πέφτει τραυματισμένος και έτρεξε, αψηφώντας τον κίνδυνο, να τον σώσει. Στην προσπάθειά του να σώσει τον συμπολεμιστή του τραυματίστηκε και ο ίδιος.
«Στην εκεχειρία που ακολούθησε, χάθηκαν τα ίχνη του για πέντε ημέρες. Ο πατέρας έψαξε παντού· σε δρόμους, σε πρόχειρα νοσοκομεία, σε στρατόπεδα. Πουθενά δεν βρίσκαμε τον Πέπη . . . Και τότε, ξαφνικά, μια μέρα φωτερινη, η πόρτα του σπιτιού άνοιξε… και μπήκε ο Πέπης. Ζωντανός. Με τη στολή, με τα μάτια να λάμπουν. Η χαρά εκείνης της στιγμής δεν χωρούσε σε λόγια», θυμάται η χαροκαμένη αδελφή του Πέπη.
«Μα η χαρά κράτησε τόσο λίγο. Όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στη μονάδα, ο πατέρας προσπάθησε να τον κρατήσει, επικαλούμενος το τραύμα του. Ο Λοΐζος στάθηκε αγέρωχος και είπε λόγια που χαράχτηκαν στις ψυχές όλων: Είναι υποχρέωσή μου και καθήκον μου να επιστρέψω. Να υπερασπιστώ την πατρίδα.»
Γεννημένος τον Δεκέμβρη του 1953, από μικρός έδειχνε ότι κουβαλούσε κάτι ξεχωριστό. Έξυπνος, χαρισματικός, γεμάτος ζωντάνια και ταλέντο. Ξεχείλιζε από δυναμισμό που διοχέτευε οργώνοντας τα δρομάκια της Κάτω Δερύνειας με το ποδήλατο, αλλά και παίζοντας ποδόσφαιρο. Με τα γέλια της παιδικής παρέας, στα θρανία του Δημοτικού Σχολείου μας - στου Μπακκαλιάου.
Από εκεί, στο Γυμνάσιο και αργότερα στην ιδιωτική σχολή ΚΑΣΑ. Υπόδειγμα μαθητή, αλλά και ποδοσφαιριστής που μάγευε στο γήπεδο. Το ταλέντο του τράβηξε το βλέμμα του Σεβεριάδη, που τον ενέταξε στη Νέα Σαλαμίνα.
Πριν ακόμα κλείσει τα 18 για να μπορέσει να αποκτήσει άδεια οδηγού, ο Πέπης κλεφτά οδηγούσε το πατρικό αυτοκίνητο μέσα στους δρόμους της Κάτω Δερύνειας, προκαλώντας των θαυμασμό των άλλων συμμαθητών του.
Οι γονείς του, Ανδρέας, από το Παραλίμνι και Ελένη, από το Ξυλοφάγου, ζούσαν για να τον καμαρώνουν. Το καλοκαίρι του ’74 ήταν για την οικογένεια το καλοκαίρι των ονείρων: αποστράτευση, σπουδές, μέλλον λαμπρό. Κανείς δεν ήξερε πως η μοίρα είχε γράψει άλλο τέλος.
Η οικογένεια είχε ήδη γευτεί την πίκρα της απώλειας. Ο πρωτότοκος γιος, ο μικρός Χρίστος, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις έξι ετών. Τότε, ο Λοΐζος ήταν τεσσάρων και η Κατερίνα δύο. Η πληγή αυτή μάτωσε τις καρδιές τους, αλλά τους έδεσε πιο δυνατά.
Η ταφή του Πέπη έγινε στο Ξυλοφάγου. Όλη η Κάτω Δερύνεια έκλαψε. Αλλά και καμάρωσε. Για το παλληκάρι μας, για τον Λεβέντη μας, τον Αδελφό που δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε
Οι φίλοι του τον θυμούνται με συγκίνηση και δάκρυα. Δεν ξεχνούν τις ανέμελες στιγμές μαζί του στο κυνήγι στις ελιές, στις βουτιές στη θάλασσα, το θέατρο, τα αστεία τους. Ο Μάριος Δημητρίου θυμάται την τελευταία τους βόλτα, για να δουν την κοπέλα που φλέρταρε. Δεν την είδε ποτέ. Την επόμενη μέρα έφυγε… και δεν γύρισε ξανά.
Ο Λοΐζος Χρίστου – Πέπης δεν είναι για μας ένας απλός στρατιώτης που έφυγε. Είναι η η ψυχή του Τόπου μας, ενός τόπου που ξέρει να γεννά λεβέντες. Είναι ένα παιδί με όνειρα, που διάλεξε να τα αφήσει πίσω για να σταθεί μπροστά στο Ύστατο Χρέος της Θυσίας.
Και η φωνή του θα ηχεί για πάντα στ’ αυτιά μας:
- Είναι καθήκον μου να υπερασπιστώ την πατρίδα.
Αθάνατος.
Η υπόσχεσή μας προς εσένα, Πέπη, είναι πως θα εργαστούμε μέχρι τη δικαίωση της θυσίας όλων των ηρώων, πεσόντων και μαρτύρων της Κάτω Δερύνειας.
Κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ στη θυσία, αλλά και στο μαρτύριο της οικογένειάς σου.
Αιώνια και τιμημένη η μνήμη σου Πέπη, του Αντρέα και της Ελένης. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει.