top of page
Search

''Το επώδυνο άλμα της νοσταλγίας'' ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

  • workinncyprus
  • Aug 1
  • 2 min read

Η Κάτω Δερύνεια όπου μεγάλωσα, είχε παρατσούκλι. Την έλεγαν Μικρό Ισραήλ, επειδή σαν νέα κοινότητα που ήταν, κατοικήθηκε από ανθρώπου απ’ όλα τα μέρη της Κύπρου που συνέρρευσαν εκεί, όπως συνέρρευσαν οι φυλές του Ισραήλ στη Γη της Επαγγελίας. Είναι το τελευταίο σημείο της Αμμοχώστου που κατέλαβαν τον Αύγουστο του 1974 τα τουρκικά στρατεύματα, εκεί που χάραξαν τη γραμμή Αττίλα. Την περασμένη Κυριακή, οι σκορπισμένες φυλές του Μικρού Ισραήλ συγκεντρωθήκαμε στην Κοφίνου μετά από δεκαεφτά χρόνια προσφυγιάς. Χώρος συγκέντρωσης, ήταν ένα εστιατόριο. Αμφιβάλλω όμως αν κανένας από αυτούς που κάθισαν να φάνε, έφαγαν πραγματικά και χόρτασαν. Η συγκίνηση στάθηκε στο λαιμό μας σαν βιαστική μπουκιά κι έκοψε κάθε όρεξη. Πήγαμε λοιπόν στην Κοφίνου, κατά δεκαεφτά χρόνια αλλαγμένοι, τρεις βασικά γενιές: Εκείνη των γονιών μας, εξηντάρηδες κι εβδομηντάρηδες πια, άνθρωποι λεηλατημένοι απ’ τη θλίψη, ρημαγμένοι από το χρόνο, αυλακωμένοι από ζάρες και ρυτίδες, μερικοί με κάτι κεφάλια σαν φαλακρά πουλιά…καμιά τρίχα εδώ, καμιά τρίχα εκεί…Ήταν η γενιά η δική μας, εκείνη δηλαδή που το ’74 ήσαν έφηβοι, ή λίγο πιο μεγάλοι ή πιο μικροί, τώρα νέοι άντρες και γυναίκες στην ωριμότητά τους…υποτίθεται, γονείς μικρών παιδιών – η συγχυσμένη γενιά που μας έκλεψαν οι Τούρκοι την παιδικότητα και τη νιότη μας. Ήταν και η γενιά εκείνων που ήσαν μωρά όταν έγινε η εισβολή, ή εκείνων που γεννήθηκαν στην προσφυγιά και δεν συνδέθηκαν, δεν γνώρισαν και δεν θυμούνται την Κάτω Δερύνεια και που παρατηρούσαν αμήχανοι, τα παράξενα γι’ αυτούς, που συνέβαιναν γύρω τους. Εμείς κάναμε την πιο μεγάλη φασαρία. Βγήκαν από τις κοιλιές μας, κάτι γέλια βροντερά, κάτι παράξενες φωνές, τα μάτια μας γυάλισαν και δώστου ν’ αγκαλιαζόμαστε νευρικά και να χαιρετιόμαστε σε ατέλειωτες χειραψίες. Μας κοιτούσαν σαστισμένα τα παιδιά μας, σίγουρα νομίζοντας πως είχαμε τρελαθεί. Θυμηθήκαμε ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα παρατσούκλια μας. Ήταν εκεί ο «Σιήλλος», ο «Φκιαλάς», ο «Ψαράς», ο «Μπάκαπος», ο «Σκόπης», ο «Αζάς». (Εγώ ήμουν απ’ τους ελάχιστους που γλίτωσα το παρατσούκλι). Όλοι αυτοί είναι τώρα σοβαροί οικογενειάρχες, μα εκεί, στο εστιατόριο της Κοφίνου, ήσαν ακόμα τα παιδαρέλια εκείνης της εποχής – σαν να σταμάτησε ο χρόνος στο ’74. Ήσαν στην Κοφίνου σχεδόν όλοι, όλες οι φυλές του Μικρού Ισραήλ. Έβλεπες να φιλιούνται και να βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες Αριστεροί και Δεξιοί, Μακαριακοί και Γριβικοί, οπαδοί της Ομοσπονδίας και αντίπαλοί της, άνθρωποι που δεν μιλιούνταν μεταξύ τους πριν την προσφυγιά. Η νοσταλγία αμβλύνει τις οξύτητες, μαλακώνει την καρδιά. Είναι πάνω απ’ την πολιτική, πάνω από το μίσος και το θάνατο. Η νοσταλγία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, μαζί με τα φαντάσματα των απόντων, εκείνων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο, εκείνων που αγνοούνται, εκείνων που κουράστηκαν και πέθαναν στην προσφυγιά. Η νοσταλγία πήδηξε ανάλαφρη τα συρματοπλέγματα και τα πολυβολεία και μας πήρε όλους, ζωντανούς και πεθαμένους, ένα επώδυνο άλμα μπροστά: Στο παρελθόν μας! Σε κείνο το ζωτικό μέρος του εαυτού μας, που οι Αττίλες προσπάθησαν να ξεριζώσουν πριν δεκαεφτά Αυγούστους…

3 Αυγούστου 1991

 
 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

bottom of page