top of page
Search

''Το τελευταίο καλοκαίρι της εφηβείας'' ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

  • workinncyprus
  • Aug 1
  • 3 min read

Ήμουν έφηβος όταν έγινε η εισβολή. Και αν και οι έφηβοι είναι σκληροί, ξεχνούν εύκολα και δεν κλαίνε ειλικρινά, εντούτοις ακόμα θυμάμαι – τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό μου. Σίγουρα τότε ήμουν κάποιος άλλος απ’ αυτόν που είμαι σήμερα. Οι άνθρωποι αλλάζουν, ο θάνατος όμως μένει ο ίδιος. Ο θάνατος με άγγιξε με την απώλεια κάποιων φίλων. Ήσαν στρατιώτες και οι τρεις, μεγαλύτεροι σε ηλικία από μένα. Ο ένας σκοτωμένος, οι δύο αγνοούμενοι. Ο Πέπης σκοτώθηκε από σφαίρα στο κεφάλι ενώ πολεμούσε στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Ο Κάκος και ο Θέμης χάθηκαν μέσα στις μάχες. Με τον Θέμη δεν κάναμε και πολλή παρέα, έμενε σε άλλη γειτονιά και δεν προφτάσαμε ν’ ανακαλύψουμε κοινά στοιχεία κι ενδιαφέροντα ο ένας για τον άλλο. Τον συμπαθούσα όμως και τον θαύμαζα, γιατί ήταν πραγματικά γοργοπόδαρος, λες και είχε στις φτέρνες του φτερά. Μας προσπερνούσε όλους στο τρέξιμο, με μια ταχύτητα εκπληκτική – εμείς ήμασταν στα μισά κι αυτός χανόταν μπροστά σαν άνεμος. Μας λένε ότι είναι αγνοούμενος. Δεν ξέρει κανείς αν είναι μέσα στους νεκρούς, δεν θα μου φαινόταν όμως παράξενο, να έχει προσπεράσει στο τρέξιμο και το θάνατο και να κατάφερε να του ξεφύγει.

Με τον Κάκο ήμασταν πιο συνδεδεμένοι, κυρίως από τότε που ανακαλύψαμε την κοινή μας αγάπη για τον «Μπάλο» του Διονύση Σαββόπουλου. Δεν ξέρω πού είχε ανακαλύψει την κασέτα με το κομμάτι αυτό, σκέφτομαι όμως με νοσταλγία που την αράζαμε μέσα σε κείνο το παλιό «Ζέφιρ» του πατέρα του κι ακούγαμε και ξανακούγαμε τον Μπάλο. Ήταν για μας ένα μαγικό νέο άκουσμα, αφού ήμασταν συνηθισμένοι μέχρι τότε με τα λαϊκά αχ και βαχ του Καζαντζίδη. Εκείνες οι στιγμές ήταν ίσως οι μόνες οπότε ο Κάκος σοβαρευόταν κι έμενε ήσυχος, έτσι όπως ήταν πειραχτήρι και πάντα γελαστός και σε κίνηση. Αγνοούμενος κι αυτός. Από τότε ο Μπάλος του Σαββόπουλου, μου στέκεται στο λαιμό, ξέροντας ότι ο Κάκος δεν μπορεί πιθανόν να τον ξανακούσει.

Μετά την εκεχειρία της πρώτης εισβολής του Ιούλη, ο Πέπης πήρε σύντομη άδεια και πέρασε από το σπίτι μου. Τον θυμάμαι έντονα την ώρα που άνοιγε το κάγκελο της αυλής και με κοίταξε θριαμβευτικά, πίσω από τα μυωπικά του γυαλάκια. Φορούσε τα φαιοπράσινα του στρατού – ο μπαρουτοκαπνισμένος ήρωας που είχε γυρίσει απ’ τον πόλεμο, πρόθυμος να διηγηθεί τις περιπέτειές του. Μου περίγραψε τις μάχες στο λιμάνι της Αμμοχώστου, εκεί όπου στις 14 Αυγούστου, λίγες μέρες αργότερα, θα έχανε τη ζωή του. Μου πρότεινε και πήγαμε μαζί στη Δερύνεια να δει μια κοπέλα που φλέρταρε εκείνο τον καιρό. Με ήθελε μάλλον για ηθική υποστήριξη, γιατί με το κορίτσι δεν είχαν γνωριστεί καλά-καλά. Κάποια βλέμματα, κάποια μισόλογα…δεν ήταν σίγουρος για το τι σκεφτόταν εκείνη. Περάσαμε έξω από το σπίτι της με το αυτοκίνητο, ξαναπεράσαμε, δεν την είδαμε. Γυρίσαμε πίσω. Έφυγε την επομένη για τον στρατό. Δεν επρόκειτο να τον ξαναδώ. Ούτε να ξαναπάμε μαζί στη θάλασσα του Αγίου Μέμνονα και να κάνουμε τροχάδην στην άμμο, μέσα στο βαθύ απόγευμα, όταν όλοι εγκατέλειπαν την παραλία. Ούτε να ξανακαθίσουμε τις έναστρες νύχτες στη βεράντα του δημοτικού σχολείου, να χαλούμε και να κτίζουμε τον κόσμο, συνεπαρμένοι από την ίδια μας την άγνοια. Λίγες μέρες αργότερα, επρόκειτο να γνωρίσουμε κι εμείς, τον μικρό θάνατο της προσφυγιάς. Τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο και ούτε επρόκειτο να ξαναγίνει. Εκείνο το καλοκαίρι, μου στέρησε τους φίλους μου, τους έκανε χώμα και σκόνη. Με μεταμόρφωσε κι εμένα ριζικά. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι της εφηβείας…

20 Ιουλίου 1991

 
 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

bottom of page